Κυβερνήσεις συνεργασίας: H ''καθεστωτική λύση'' για να σωθεί το σύστημα;
Ένα από τα ζητήματα που ίσως μας απασχολήσουν στο άμεσο μέλλον, είναι το κατά πόσο οι κυβερνήσεις συνεργασίας μπορούν να είναι αποτελεσματικές.
Γιατί όμως φθάσαμε σήμερα να μιλάμε για κυβερνήσεις συνεργασίας;
Μάλλον γιατί τα δύο μεγάλα κόμματα φαντάζουν στα μάτια μεγάλης μερίδας των Ελλήνων ως πολιτικοί νάνοι. Τι ακριβώς όμως είναι στην πραγματικότητα το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία;
Το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία είναι πολυσυλλεκτικοί οργανισμοί, κόμματα εκλογικής λογικής και σίγουρα όχι κόμματα κοινωνικής εκπροσώπησης.
Αυτή η εσωτερική τους δομική ανωμαλία, χαλαρώνει τους ιδεολογικούς δεσμούς συνοχής, με αποτέλεσμα τις τελευταίες δεκαετίες οι ασκούμενες κυβερνητικές πολιτικές να είναι όλο και περισσότερο ασύντακτες, αλληλοαναιρούμενες και εύκολα μεταβαλλόμενες. Η μεταρρυθμιστική τους ικανότητα συνεχώς μειώνεται και ακριβώς στο στοιχείο αυτό θα πρέπει να αναζητηθεί και η αιτία του γιατί αποτυγχάνουν κατά βάση οι σύγχρονες πολιτικές τους επιλογές.
Το ζητούμενο για τα κόμματα αυτά είναι ο συγκερασμός ομάδων συμφερόντων, σε πολιτικό πρόγραμμα διακυβέρνησης.
Αν ένα κόμμα διακυβέρνησης καταφέρνει να επιτελεί σε ικανοποιητικό βαθμό τη συνάθροιση των οικονομικών συμφερόντων που απαιτείται και να τη μεταφράζει σε πολιτικό πρόγραμμα, τότε είναι σχεδόν βέβαιο ότι από μόνο του είναι σε θέση να εξασφαλίσει μια ισχυρή βάση πολιτικής νομιμοποίησης, καθώς και υψηλούς ρυθμούς πολιτικής αποτελεσματικότητας.
Όταν παρατηρείται αποτυχία των πολιτικών κομμάτων στη βασική λειτουργία της συνάθροισης, τότε για λόγους προστασίας του πολιτικού συστήματος, συνήθως επιδιώκεται μια ‘’συναινετική’’ λύση. Μια προσπάθεια, σχετικά προσωρινή, εξισορρόπησης των αναγκών του καπιταλιστικού κράτους με τις ανάγκες έστω και μέρους της κοινωνίας.
Σκεφτείτε όμως τι πρακτικά θα συμβεί όταν στην εδραιωμένη αυτή κατάσταση των σύγχρονων κομμάτων, προσθέσουμε και τη συνθήκη μιας κυβέρνησης συνεργασίας!
Μήπως με αυτό τον τρόπο αντί για περισσότερη νομιμοποίηση και αποτελεσματικότητα, δημιουργήσουμε περισσότερη ασάφεια και μεγαλύτερη προγραμματική – ιδεολογική σύγχυση;
Μήπως οι συμμαχικές κυβερνήσεις έχουν πολύ μικρότερο βαθμό πολιτικής νομιμοποίησης, άρα και αποτελεσματικότητας, κι’ αυτό γιατί κατά κανόνα έχουν πολύ μικρότερο βαθμό εσωτερικής συνοχής;
Κι αν ακόμη δεχθούμε ότι οι συμμαχικές κυβερνήσεις μπορούν να διαχειριστούν μεταβατικές περιόδους ή περιόδους κρίσης, είναι ή δεν είναι σχεδόν αδύνατο να παράξουν πολιτική;
Σε αυτή τη περίπτωση, οι κυβερνήσεις συνεργασίας, εύκολα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως μία καθεστωτική επιλογή, με βασικό στόχο να σωθεί το ''σύστημα''.
Το πραγματικό πρόβλημα λοιπόν δεν είναι αν μία κυβέρνηση είναι «μονοκομματική» ή «συμμαχική», αλλά τι ακριβώς κάνει, τι πρόγραμμα υλοποιεί και ποια κοινωνικά συμφέροντα εκπροσωπεί με τις πολιτικές της.
Το πραγματικό πρόβλημα είναι πως θα μετατρέψουμε τα κόμματα εξουσίας, από οργανισμούς συνάθροισης οικονομικών συμφερόντων, σε φορείς κοινωνικής εκπροσώπησης και πολιτικής αποτελεσματικότητας.
Γιατί όμως φθάσαμε σήμερα να μιλάμε για κυβερνήσεις συνεργασίας;
Μάλλον γιατί τα δύο μεγάλα κόμματα φαντάζουν στα μάτια μεγάλης μερίδας των Ελλήνων ως πολιτικοί νάνοι. Τι ακριβώς όμως είναι στην πραγματικότητα το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία;
Το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία είναι πολυσυλλεκτικοί οργανισμοί, κόμματα εκλογικής λογικής και σίγουρα όχι κόμματα κοινωνικής εκπροσώπησης.
Αυτή η εσωτερική τους δομική ανωμαλία, χαλαρώνει τους ιδεολογικούς δεσμούς συνοχής, με αποτέλεσμα τις τελευταίες δεκαετίες οι ασκούμενες κυβερνητικές πολιτικές να είναι όλο και περισσότερο ασύντακτες, αλληλοαναιρούμενες και εύκολα μεταβαλλόμενες. Η μεταρρυθμιστική τους ικανότητα συνεχώς μειώνεται και ακριβώς στο στοιχείο αυτό θα πρέπει να αναζητηθεί και η αιτία του γιατί αποτυγχάνουν κατά βάση οι σύγχρονες πολιτικές τους επιλογές.
Το ζητούμενο για τα κόμματα αυτά είναι ο συγκερασμός ομάδων συμφερόντων, σε πολιτικό πρόγραμμα διακυβέρνησης.
Αν ένα κόμμα διακυβέρνησης καταφέρνει να επιτελεί σε ικανοποιητικό βαθμό τη συνάθροιση των οικονομικών συμφερόντων που απαιτείται και να τη μεταφράζει σε πολιτικό πρόγραμμα, τότε είναι σχεδόν βέβαιο ότι από μόνο του είναι σε θέση να εξασφαλίσει μια ισχυρή βάση πολιτικής νομιμοποίησης, καθώς και υψηλούς ρυθμούς πολιτικής αποτελεσματικότητας.
Όταν παρατηρείται αποτυχία των πολιτικών κομμάτων στη βασική λειτουργία της συνάθροισης, τότε για λόγους προστασίας του πολιτικού συστήματος, συνήθως επιδιώκεται μια ‘’συναινετική’’ λύση. Μια προσπάθεια, σχετικά προσωρινή, εξισορρόπησης των αναγκών του καπιταλιστικού κράτους με τις ανάγκες έστω και μέρους της κοινωνίας.
Σκεφτείτε όμως τι πρακτικά θα συμβεί όταν στην εδραιωμένη αυτή κατάσταση των σύγχρονων κομμάτων, προσθέσουμε και τη συνθήκη μιας κυβέρνησης συνεργασίας!
Μήπως με αυτό τον τρόπο αντί για περισσότερη νομιμοποίηση και αποτελεσματικότητα, δημιουργήσουμε περισσότερη ασάφεια και μεγαλύτερη προγραμματική – ιδεολογική σύγχυση;
Μήπως οι συμμαχικές κυβερνήσεις έχουν πολύ μικρότερο βαθμό πολιτικής νομιμοποίησης, άρα και αποτελεσματικότητας, κι’ αυτό γιατί κατά κανόνα έχουν πολύ μικρότερο βαθμό εσωτερικής συνοχής;
Κι αν ακόμη δεχθούμε ότι οι συμμαχικές κυβερνήσεις μπορούν να διαχειριστούν μεταβατικές περιόδους ή περιόδους κρίσης, είναι ή δεν είναι σχεδόν αδύνατο να παράξουν πολιτική;
Σε αυτή τη περίπτωση, οι κυβερνήσεις συνεργασίας, εύκολα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως μία καθεστωτική επιλογή, με βασικό στόχο να σωθεί το ''σύστημα''.
Το πραγματικό πρόβλημα λοιπόν δεν είναι αν μία κυβέρνηση είναι «μονοκομματική» ή «συμμαχική», αλλά τι ακριβώς κάνει, τι πρόγραμμα υλοποιεί και ποια κοινωνικά συμφέροντα εκπροσωπεί με τις πολιτικές της.
Το πραγματικό πρόβλημα είναι πως θα μετατρέψουμε τα κόμματα εξουσίας, από οργανισμούς συνάθροισης οικονομικών συμφερόντων, σε φορείς κοινωνικής εκπροσώπησης και πολιτικής αποτελεσματικότητας.
Σχόλια