H ήπια προσαρμογή και το δόγμα του μεταρρυθμιστικού σοκ

Η Ελλάδα, είναι η χώρα της Ευρώπης στην οποία εφαρμόστηκε με τη μεγαλύτερη δυνατή επιτυχία ο δημοκρατικός σοσιαλισμός, (1981-1989). Ο μετασχηματισμός της Ελληνικής οικονομίας ξεκίνησε το 1990. Από τότε ακροβατούμε ανάμεσα στη πολιτική της ήπιας προσαρμογής και στο δόγμα του μεταρρυθμιστικού σοκ. Τα συμφέροντα της μεγαλοαστικής τάξης παραμένουν άθικτα και ο μονοπωλιακός χαρακτήρας της οικονομίας στο σύνολο σχεδόν των κλάδων της επιχειρηματικής δραστηριότητας, συνεχίζει να λειτουργεί εις βάρος της ανάπτυξης. Σήμερα η χώρα μας έχει βρεθεί να βιώνει συνθήκες πολιτικής τραγωδίας, με συνέπειες σχεδόν απρόβλεπτες, παρότι είναι μέλος της Ε.Ε. από το 1981.
Σε φιλολογικό τουλάχιστον επίπεδο, η συζήτηση στο παρελθόν στα καφενεία, στις ταβέρνες, στα πανεπιστήμια, στα μπαρ, στις Ακαδημίες, είχε εξαντληθεί στη προσπάθεια της Αριστεράς να θεωρητικοποιήσει το πέρασμα από το καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, ως μια ντεφάκτο διαδικασία φυσικής εξέλιξης, σε μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης που θα συμβάδιζε με τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων. Η πραγματικότητα όμως τελικά ξεπέρασε κάθε φαντασία. Εκεί που όλοι είχαμε μια δεδομένη δαρβινική θεώρηση, σε ότι έχει να κάμει με την εξέλιξη της πολιτικής και της οικονομίας σε επίπεδο φιλοσοφίας, βρεθήκαμε να μην έχουμε ούτε ένα προσχέδιο για την ομαλή μετάβαση από το σοσιαλισμό στο καπιταλισμό.
Αν θεωρήσουμε ότι η Γιουγκοσλαβία ήταν μια ειδική περίπτωση διότι η εσωτερική πληθυσμιακή ανομοιογένεια είχε τέτοια έκταση που πρόσφερε πολλές ευκαιρίες σε δημαγωγούς όπως ο Μιλόσεβιτς και ο Τούτζμαν να εφαρμόσουν μια ιδιότυπη έξοδο από τον κομμουνισμό, στηριζόμενοι κυρίως σε έναν άκρατο εθνικισμό κι έχοντας ως βασικό στόχο να υποκλέψουν μια νέα πολιτική βάση στήριξης, η οποία και θα υποκαθιστούσε το ενδιαφέρον των πολιτών για τη δημοκρατία· η πτώση του τοίχους του Βερολίνου οδήγησε τελικά σε ένα πρωτοφανές ξεκαθάρισμα λογαριασμών, μέσα από δύο συγκεκριμένες πολιτικές διαδικασίες:
a) Να περάσουν με μια προσέγγιση «μπινγκ μπανγκ» από την επιδοτούμενη σοσιαλιστική οικονομία στον καπιταλισμό της αγοράς ή
b) Να προχωρήσουν προσεκτικά στη διάλυση ή στο ξεπούλημα των πλέον δυσλειτουργικών τομέων της «σχεδιασμένης οικονομίας», διατηρώντας όσο το δυνατόν περισσότερο εκείνα τα γνωρίσματα που είχαν τη μεγαλύτερη σημασία για τον πληθυσμό της χώρας: φθηνά ενοίκια, εγγυημένες θέσεις εργασίας, δωρεάν κοινωνικές υπηρεσίες.
Γενικά και οι δύο προσεγγίσεις προκαλούν βραχυπρόθεσμα σημαντικό πόνο και απώλειες.
Η χώρα στην οποία εφαρμόστηκε με την μεγαλύτερη συνέπεια η προσέγγιση του «μπινγκ μπανγκ», ήταν η Πολωνία. Σε μια περίοδο που η χώρα είχε ουσιαστικά – όχι επισήμως – χρεοκοπήσει, η πολιτική ηγεσία στη προσπάθειά για γρήγορη ανάκαμψη ζήτησε τη διεθνή βοήθεια. Για να αποδείξει ότι άξιζε να πάρει τη βοήθεια που ήταν αναγκαία χωρίς τη παρέμβαση του ΔΝΤ και για να καθησυχάσει τους τραπεζίτες και τα πιστωτικά ιδρύματα της Δύσης, προχώρησε σε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων το οποίο περιελάμβανε: κατάργηση στους ελέγχους των τιμών, σφιχτή πιστωτική πολιτική, περικοπή επιδοτήσεων (άφησαν όλες τις προβληματικές επιχειρήσεις να χρεωκοπήσουν), εκτεταμένες απολύσεις στο δημόσιο τομέα.
Με τη ρητή αναγνώριση ότι η ανεργία ήταν αναπόφευκτη και υπό την δραστική επίδραση των μέτρων περιορισμού της οικονομίας, η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών μειώθηκε αμέσως κατά 40%. Στον αντίποδα δημιουργήθηκε ένα ταμείο στήριξης για όσους έχαναν την εργασία τους.
Υπέρ της θεραπείας σοκ, με ένα παρόμοιο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων το οποίο τόνιζε επιπροσθέτως την απελευθέρωση του εξωτερικού εμπορίου και τις ιδιωτικοποιήσεις υπό το πρίσμα ενός διακηρυγμένου «θατσερισμού», τάχθηκε η Τσεχία. Ακριβώς στο άλλο άκρο βρέθηκε η Σλοβακία, η Ρουμανία και η Ουκρανία. Σε αυτή τη περίπτωση η πολιτική ηγεσία απέφυγε να αναστατώσει την εκλογική βάση, καθυστέρησε την εισαγωγή των μεταρρυθμίσεων όσο το δυνατόν περισσότερο και αποδείχθηκε εξαιρετικά απρόθυμη να απελευθερώσει την εγχώρια αγορά ή να μειώσει το μερίδιο του κράτους στην οικονομία.
Στη Ρωσία εφαρμόστηκαν και οι δύο προσεγγίσεις. Η οικονομία συρρικνώθηκε δραματικά για οκτώ συνεχόμενα χρόνια. Η Ρωσία βέβαια διέθετε πολλά και δυνητικά κερδοφόρα περιουσιακά στοιχεία: ενέργεια, μεταλλεύματα, όπλα, ακίνητη περιουσία, μέσα επικοινωνίας, δίκτυα μεταφοράς, κλπ. Στη μετασοβιετική Ρωσία, οι μόνοι άνθρωποι που ήταν ικανοί να διαχειρισθούν αυτές τις πλουτοπαραγωγικές πηγές, ήταν οι άνθρωποι του κόμματος. Μετά το 1989, βρέθηκαν να κάνουν κουμάντο οι ίδιοι ακριβώς άνθρωποι. Όταν το κράτος πούλησε τα πάντα, αυτοί τα αγόραζαν. 

Ο καπιταλισμός της Δύσης, μέσα από μια πορεία τεσσάρων αιώνων συνοδεύεται από κάποιους κανόνες, θεσμούς, νόμους, ρυθμίσεις, πρακτικές. Στη μετακομμουνιστική Ρωσία τέτοιοι νόμοι ήταν άγνωστοι. Το αποτέλεσμα ήταν οι ιδιωτικοποιήσεις να εφαρμοστούν με την πιο επαίσχυντη εκδοχή τους, αυτόν της κλεπτοκρατίας. Το ένα τέταρτο της οικονομίας πέρασε στα χέρια 36 Ρώσων δισεκατομμυριούχων (ολιγάρχες), μέσα σε μια νύχτα. Κάθε διάκριση ανάμεσα στην ιδιωτικοποίηση, τη δωροδοκία και τη κλοπή, εξαφανίστηκε.
Από κοντά ακολούθησε και η Ουκρανία. Διάφοροι πολιτικοί εξελέγησαν χάρη στη τεράστια οικονομική υποστήριξη την οποία τους έδωσαν «επιχειρηματίες» ως προκαταβολή για μελλοντικά εισοδήματα. Στη μετασοβιετική Ουκρανία η εξουσία οδηγούσε στο χρήμα. Δημόσια αγαθά, κρατικά δάνεια ή επιδοτήσεις, πέρασαν απευθείας από τα χέρια της κυβέρνησης στις τσέπες μερικών ημετέρων και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν σε υπερπόντιους ιδιωτικούς λογαριασμούς, ξεπλένοντας δημόσια περιουσιακά στοιχεία για προσωπικό όφελος. 

Στην πραγματικότητα, στη Ρωσία και στην Ουκρανία, ανώτεροι αξιωματούχοι του παλιού καθεστώτος μεταλλάχθηκαν ήσυχα και επανήλθαν στην εξουσία. Υπό τον Βλαντιμίρ Πούτιν, εισαγγελείς, προσωπικό της αστυνομίας, οι αρχηγοί των ενόπλων δυνάμεων και της ασφαλείας της κομμουνιστικής εποχής, αποτελούσαν πάνω από το ήμισυ του άτυπου υπουργικού συμβουλίου του προέδρου.
Ειδική αναφορά αξίζει να γίνει στη περίπτωση της Ανατολικής Γερμανίας. Μετά την πτώση του τοίχους του Βερολίνου, η ισχυρότερη οικονομία της δυτικής Ευρώπης αναγκάστηκε να πληρώσει την έξοδο των Ανατολικογερμανών από το κομμουνισμό, υπό τη σκιά της αποκάλυψης ότι η Στάζι είχε περίπου 85.000 εργαζομένους πλήρους απασχόλησης, 60.000 ανεπίσημους συνεργάτες, 110.000 τακτικούς πληροφοριοδότες, 500.000 πληροφοριοδότες μερικής απασχόλησης και 6.000.000 φακέλους που αφορούσαν το ένα τρίτο περίπου του πληθυσμού της Ανατολικής Γερμανίας.
Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, το 1941 το προσωπικό της Γκεστάπο ήταν λιγότερο από 15.000 άτομα, υπεύθυνο για την αστυνόμευση του συνόλου της Γερμανίας. Σε κάθε περίπτωση ο εθνικισμός και ο κομμουνισμός έμοιαζε να είχαν περισσότερα κοινά μεταξύ τους, παρά με τη δημοκρατία. Μπροστά σ’ αυτό τον όγκο των πληροφοριών, το Δεκέμβριο του 1991, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αναγκάστηκε να διορίσει έναν πρώην πάστορα, τον σημερινό Πρόεδρο της Γερμανίας Γιοαχίμ Γκάουκ, για να επιβλέπει τα αρχεία της Στάζι και να εμποδίσει τη κατάχρησή τους. 

Μετά την ενοποίηση δαπανήθηκαν δισεκατομμύρια μάρκα για την οικονομική απορρόφηση της Ανατολικής Γερμανίας από τη Δύση, γεγονός που σήμερα αποδεικνύει ότι η πολιτική αυτή απόφαση ωφέλησε ξεκάθαρα την Ανατολική Ευρώπη, έστω κι αν αυτό πραγματοποιήθηκε στο όνομα της οικονομικής επέκτασης.
Παρότι οι δυσκολίες ήταν κοινές σε όλα τα μετακομμουνιστικά κράτη, κάθε χώρα τις αντιμετώπισε με το δικό της τρόπο. Στις χώρες όπου δεν υπήρξε ποτέ πραγματική μετάβαση και οι κομμουνιστές ή οι φίλοι τους παρέμειναν στην εξουσία υπό νέα νομενκλατούρα και με φρεσκοπλυμένο «δυτικό» πρόγραμμα, το παρελθόν έμεινε άθικτο. 

Στην κεντρική Ευρώπη, όσες χώρες πέρασαν από το βάλτο του οικονομικού μαρασμού, επανεμφανίστηκαν σε πιο ασφαλή θεμέλια καθώς η ισορροπία του ρίσκου ήταν ευνοϊκή για τους επενδυτές, μόνο και μόνο γιατί υπήρχε η προοπτική ένταξης στην Ε.Ε., γεγονός που επιτάχυνε την αναγκαία θεσμική μεταρρύθμιση και νομοθεσία. Η σχετική επιτυχία για παράδειγμα της Πολωνικής στρατηγικής, σε σχέση με τη στρατηγική που ακολούθησε η Ουκρανία, είναι σήμερα απολύτως εμφανής στους επισκέπτες των χωρών αυτών.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις