Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση πιο αναγκαία από ποτέ
Η κρίση που αντιμετωπίζει
τα τελευταία χρόνια η Ελληνική κοινωνία, αποκάλυψε μεταξύ πολλών άλλων και τον
ακαδημαϊκό πληθωρισμό που μαστίζει την εκπαίδευση.
Η ανεργία που
παρατηρείται, τείνει να αφορά κυρίως το παραγωγικό δυναμικό της χώρας, το
κομμάτι δηλαδή εκείνο, που ενώ λογικά θα έπρεπε να πρωτοπορεί στην αντιμετώπιση
της κρίσης, περιμένει να το ταΐσει ο συνταξιούχος μπαμπάς ή παππούς του,
σταδιοδρομεί στις καφετέριες τουϊτάρωντας τη κατάστασή του, ή στη καλύτερη των
περιπτώσεων μεταναστεύει στο εξωτερικό, εξυπηρετώντας πέρα από τις ατομικές του
ανάγκες και τα συμφέροντα της οικονομίας του κράτους που το φιλοξενεί.
Κάπως έτσι, εντελώς στα
ξαφνικά, ανακαλύψαμε πως έχουμε πολλούς άχρηστους επιστήμονες, αρκετοί εκ’ των
οποίων με μεταπτυχιακούς και διδακτορικούς τίτλους. Στοιχεία που απλά καταδεικνύουν,
πως όλο το κατασκεύασμα της δημόσιας εκπαίδευσης σείεται συθέμελα.
Σύμφωνα
με έρευνες της ΓΣΕΕ - θέλω να πιστεύω αξιόπιστες - η ελληνική κοινωνία δαπανά
συνολικά 5,2 δις ευρώ ετησίως για τις εκπαιδευτικές ανάγκες των παιδιών της.
Συγκεκριμένα, οι γονείς σε αυτή τη χώρα δίνουν κάθε χρόνο περίπου 2
δισεκατομμύρια ευρώ για φροντιστήρια ξένων γλωσσών, για φροντιστήρια
προετοιμασίας των πανελλαδικών εξετάσεων, για ιδιαίτερα μαθήματα, για ωδεία,
γυμναστήρια και άλλες εκπαιδευτικές υπηρεσίες. Εάν στα 2 δισ. ευρώ προστεθούν
τα δίδακτρα για ιδιωτικά σχολεία, τα έξοδα για σπουδές σε Ιδρύματα διαφορετικής
πόλης από εκείνη της μόνιμης κατοικίας και τα δίδακτρα για τις μεταπτυχιακές
σπουδές, το ποσό εκτοξεύεται στα 5,2 δισεκατομμύρια ευρώ. Εξαιρετικά επίσης
ενδιαφέρον είναι και το γεγονός ότι το 40% της συνολικής ιδιωτικής
εκπαιδευτικής δαπάνης κατατίθεται σε υπηρεσίες που δεν παρέχει το ελληνικό
δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα.
Όπως
λοιπόν αναφέρεται χαρακτηριστικά και στο site
του
Υπουργείου Παιδείας, ελπίζω όχι υποκριτικά, ''ο εθνικός και κοινωνικός διάλογος
για την παιδεία είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαίος σήμερα, όχι μόνο για να
εξασφαλίσει τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση της κοινωνίας στην εκπαιδευτική
μεταρρύθμιση, αλλά και για να αφουγκραστεί τις ανάγκες της μέσα από
τη δοκιμασία της στα χρόνια της κρίσης''.
Μέσα
σ’ αυτό το πλαίσιο και λαμβάνοντας υπόψη τις προτάσεις που είδη έχουν δει το
φως της δημοσιότητας, έχω ξεχωρίσει και σταχυολογήσει τα εξής:
1) Ο μηδενισμός των δαπανών του οικογενειακού προϋπολογισμού για
εξωσχολικές εκπαιδευτικές δραστηριότητες κάθε μορφής, μέσα από την παράλληλη
αναβάθμιση της διδασκαλίας και τον εμπλουτισμό των διδακτικών αντικείμενων στο
δημόσιο σχολείο, κρίνεται αναγκαίος. Η ανανέωση των παιδαγωγικών μεθόδων, βάσει
των σύγχρονων πορισμάτων των παιδαγωγικών επιστημών, ώστε η μαθησιακή
διαδικασία να καταστεί αποτελεσματική, δημιουργική και ελκυστική, θεωρείτε
απαραίτητη, ώστε να σταματήσει κάποια στιγμή η «εξόντωση» των μαθητών και η
στέρηση του πολύτιμου ελεύθερου χρόνου τους. Η προετοιμασία των παιδιών για τα μαθήματα της επόμενης
ημέρας, πρέπει να γίνεται κατά κύριο λόγο στο σχολείο.
2) Η τεράστια
έκταση των λεγόμενων «ελαστικών» σχέσεων εργασίας στη δημόσια εκπαίδευση πρέπει
να μειωθεί δραστικά. Είναι ανάγκη ο διορισμός μόνιμων εκπαιδευτικών και μάλιστα
σε αριθμό τέτοιο, που να καλύπτονται οι
ανάγκες του ολοήμερου σχολείου. Η τοπική αυτοδιοίκηση οφείλει να συμμετέχει στη
χρηματοδότηση του εκπαιδευτικού συστήματος, ώστε για όσα παιδιά υστερούν, ο δήμος να χρηματοδοτεί τάξεις ολιγόωρης
ενισχυτικής διδασκαλίας. Είναι απαράδεκτο το παιδί να χρειάζεται να πάει σε
ιδιωτικό φροντιστήριο για να μάθει αντικείμενα που διδάσκονται στο σχολείο.
3) Κύρια
αποστολή του εκπαιδευτικού μας συστήματος πρέπει να είναι η καλλιέργεια της
γενικής παιδείας. Η γενική παιδεία είναι η προϋπόθεση που πρέπει να καλύπτεται,
ώστε στο μέλλον οι πολίτες να έχουν τη δυνατότητα να εκταμιεύουν τα αγαθά της
συσσωρευμένης γνώσης και να αποκτούν τη δυνατότητα της διαρκούς επιμόρφωσης και
της προσαρμογής στις νέες κοινωνικές συνθήκες. Άρα, η αποσύνδεση του λυκείου
από το σύστημα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και η κατάργηση της
παραπαιδείας δεν μπορούν παρά να συνδέονται με μελετημένα, αλλά άμεσα βήματα,
στην κατεύθυνση της ελεύθερης πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
4) Η αξιολόγηση
των εκπαιδευτικών προσφέρει τη δυνατότητα της αυτοβελτίωσης του συστήματος. Οι
εκπαιδευτικοί είναι αναγκαίο να περνούν από κατάρτιση περίπου κάθε τρία χρόνια
στο πλαίσιο του εργασιακού τους βίου, τόσο για την επέκταση των δυνατοτήτων τους,
όσο και για την κάλυψη βασικών αδυναμιών τους.
5) Το ενιαίο
σύστημα εξετάσεων για την προαγωγή των μαθητών από τάξη σε τάξη, με τρόπο που
να δίδεται βάρος στην ουσιαστική εκμάθηση, την κριτική γνώση (εξετάσεις με
ανοιχτά βιβλία) κι όχι στη στείρα αποστήθιση γνώσεων, συμβαδίζει με το
χαρακτήρα της εθνικής δημόσιας παιδείας.
6) Το σύστημα
εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μπορεί να είναι μεικτό και σε δύο
κύκλους, αποκλειστικής ευθύνης των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων. Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση των μαθημάτων του Λυκείου, όλοι οι μαθητές πρέπει να έχουν το δικαίωμα να καταθέσουν αίτηση για φοίτηση, στη Σχολή του Ιδρύματος που επιθυμούν. Από τις αρχικές
αιτήσεις, μέσω εξετάσεων που ορίζει το Ίδρυμα, προχωρεί στη δεύτερη φάση συγκεκριμένος αριθμός
υποψηφίων. Μέσω ειδικών τεστ (π.χ. αντίληψης, επικοινωνίας, ψυχολογίας) από
κατάλληλη επιτροπή εξέτασης, γίνεται σε δεύτερο βαθμό η τελική επιλογή, ώστε οι
νέοι φοιτητές να διαθέτουν τις απαραίτητες δεξιότητες που οφείλει να έχει π.χ.
ένας δάσκαλος, ένας γιατρός, ένας δημοσιογράφος, ένας δικηγόρος και οι οποίες συχνά
είναι άσχετες με τις γνώσεις που αποκτά ο μαθητής στο σχολείο, καθώς αφορούν
κυρίως το σύνολο της προσωπικότητάς και της συμπεριφοράς ενός ατόμου.
7) Ο τρόπος με
τον οποίο ορίζεται ο αριθμός των εισακτέων στα πανεπιστημιακά και τα
τεχνολογικά ιδρύματα, πρέπει να γίνεται με βάση τις εισηγήσεις αρμόδιων υπηρεσιών του κράτους, οι οποίες μετρούν σε
βάθος χρόνου τις ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας.
Μέσα στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και του
δεδομένου οικονομικού συστήματος που κυριαρχεί, ο χώρος της εκπαίδευσης αναμένεται να
κληθεί να συμπράξει με τον επιχειρηματικό χώρο στο πεδίο της καινοτομίας. Τα
δημόσια ιδρύματα πρέπει να προσέλθουν σε αυτή την συνεργασία με τη μορφή ενός
καλά οργανωμένου συστήματος που θα αποτελείται από διοικητικά αυτόνομες
μονάδες.
Συνεπώς χρειάζονται μέτρα, που θα αντιμετωπίζουν
τον κατακερματισμό και τις αλληλεπικαλύψεις των γνωστικών αντικειμένων, καθώς
και εξορθολογισμός των κανόνων διοίκησης ανάμεσα στα Ιδρύματα. Πανεπιστήμια
δηλαδή, ή Τεχνολογικά Ιδρύματα που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της ανώτατης
εκπαίδευσης, πρέπει να κλείσουν. Όπου υπάρχουν επικαλύψεις πρέπει να γίνουν οι
απαραίτητες συγχωνεύσεις με τρόπο τολμηρό, αλλά απόλυτα θεσμικό, υιοθετώντας
τρεις βασικούς κανόνες:
α) οι όποιες αναδιαρθρώσεις να εγγυώνται τα
εργασιακά δικαιώματα του προσωπικού,
β) η αλλαγή εκ βάθρων που απαιτείται στο διοικητικό
καθεστώς να μην επιτρέπει οι διοικήσεις των δημόσιων ιδρυμάτων να είναι στα χέρια
πελατειακών ή οικογενειακών δικτύων,
γ) τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας να έχουν λόγο
και ρόλο στην καθημερινή διαχείριση των φορέων τους.
Ωστόσο, η αναβάθμιση των δημόσιων Ιδρυμάτων, σε
καμιά περίπτωση δεν πρέπει να αποκλείει την ύπαρξη ιδιωτικών πανεπιστημίων
υψηλού επιπέδου και μάλιστα με διδασκαλία στα αγγλικά. Η αύξηση του
ανταγωνισμού αποτελεί δικλίδα ασφαλείας για την ποιότητα των παρεχόμενων
σπουδών, τόσο για τα δημόσια, όσο και για τα ιδιωτικά Ιδρύματα. Ταυτόχρονα θα καταστεί
δυνατή η προσέλκυση ξένων φοιτητών στη χώρα μας - κυρίως από τα Βαλκάνια –
καθώς και αντικίνητρο για τη φοίτηση Ελλήνων σε πανεπιστήμια του εξωτερικού.
Όταν οι αναρχικοί των Εξαρχείων έκαναν μόδα στους
τοίχους των δρόμων, τη γνωστή ατάκα του Πιλαλί: ’’Τα πανεπιστήμια δημιουργούν
ειδικότητες κι όχι προσωπικότητες’’, πιθανόν να είχαν στο πίσω μέρος του μυαλού
τους κάποια παρόμοια ιστορία σαν αυτή:
Ένα μικρό κορίτσι που παρακολουθούσε ένα μάθημα
ζωγραφικής, καθόταν πάντα στο τέλος της αίθουσας και σπάνια πρόσεχε στο μάθημα.
Κάποια μέρα εντελώς ξαφνικά, το κορίτσι άρχισε να συμμετέχει. Η δασκάλα ενθουσιάστηκε
και το ρώτησε: «Τι ζωγραφίζεις;». Το κορίτσι
απάντησε: «Ζωγραφίζω μια εικόνα του Θεού».
Η δασκάλα τότε είπε: «Μα κανείς δεν γνωρίζει πως είναι ο Θεός!». Και
το κορίτσι πρόσθεσε ατάραχα: «Σε λίγο όλοι θα γνωρίζουν».
Αν τελικά δεχθούμε πως τα παιδιά γεννιούνται καλλιτέχνες, τότε η ευθύνη της δημόσιας παιδείας,
είναι να τα βοηθήσει να παραμείνουν καλλιτέχνες, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής
τους.
Σχόλια