Τα ναρκωτικά ως πρόβλημα προσφοράς και ζήτησης

Γράφει ο Φίλιππος Βουκελάτος*

Στις 31 Δεκεμβρίου του 1.600 μ.X. ιδρύεται με Βασιλικό Διάταγμα η Βρετανική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών. Αρχικά η εταιρεία αυτή είχε το εμπορικό μονοπώλιο της Μεγάλης Βρετανίας στην Ανατολική και τη Νοτιοανατολική Ασία, σταδιακά όμως μετατράπηκε σε ημιεπίσημο κλάδο της Βρετανικής κυβέρνησης στην Ινδία, στο μεγαλύτερο μέρος της οποίας είχε την απόλυτη κυριαρχία. Προς τα τέλη του 18ου αιώνα, η ισορροπία στο εμπορικό ισοζύγιο διαταράχθηκε σημαντικά και η Εταιρεία βρέθηκε να αντιμετωπίζει το κίνδυνο της χρεοκοπίας, θύμα του περίφημου «ελεύθερου εμπορίου» που υπερασπίζονταν με πάθος.

Η βαριά φορολογία που είχαν επιβάλει οι Βρετανοί στους Ινδούς, κατέστρεψαν την ντόπια υφαντουργία, με συνέπεια οι προνομιακές εισαγωγές που απολάμβαναν να περιοριστούν στο ελάχιστο. Ταυτόχρονα, το τσάι, οι πορσελάνες και το μετάξι, είχαν τεράστια ζήτηση στην Ευρώπη. Οι Κινέζοι όμως, ενώ πουλούσαν αυτά τα προϊόντα στους Βρετανούς, απαξιούσαν να αγοράσουν τα ευτελή προϊόντα των «βαρβάρων από τη Δύση».

Αξιοσημείωτο δε είναι, πως εκείνη την εποχή οι Κινέζοι συναλλάσσονταν μόνο με ράβδους αργύρου. Μπροστά στο φάσμα της οικονομικής καταστροφής, οι Βρετανοί υιοθέτησαν μια μέθοδο απλή και αποτελεσματική: Ποσότητες οπίου άρχισαν να μπαίνουν και να διακινούνται στην Κίνα από δίκτυο λαθρεμπόρων, δημιουργώντας σιγά σιγά μια πελατεία ναρκομανών, η οποία όλο και διογκωνόταν.

Στις επόμενες δεκαετίες οι ποσότητες του οπίου που εισάγονταν λαθραία στην Κίνα – με τη βοήθεια και διεφθαρμένων δημοσίων υπαλλήλων οι οποίοι έκλειναν ευχαρίστως τα μάτια αποδεχόμενοι τα αγγλικά «φιλοδωρήματα» – αυξήθηκαν θεαματικά. Με τον τρόπο αυτόν, οι Βρετανοί κατάφεραν σταδιακά να πετύχουν την προσδοκώμενη ισορροπία στο εμπορικό τους ισοζύγιο:

Το ασήμι που πλήρωναν στους Κινέζους για να αγοράσουν τσάι, πορσελάνες και μετάξι, επέστρεφε στα θησαυροφυλάκια της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών από τις πωλήσεις οπίου.

Όταν το πρόβλημα της εξάρτησης του πληθυσμού απέκτησε εκρηκτικές κοινωνικές διαστάσεις, οι Κινέζοι αποφάσισαν να ποινικοποιήσουν την χρήση οπίου. Στις 10 Μαρτίου 1839 οι Κινέζοι κήρυξαν το εμπόριο και τη χρήση οπίου παράνομες δραστηριότητες και άρχισαν να συλλαμβάνουν μαζικά εμπόρους και χρήστες, αρκετούς από τους οποίους ύστερα από συνοπτικές διαδικασίες, τους εκτέλεσαν διά στραγγαλισμού προς παραδειγματισμό. Παράλληλα δημιούργησαν κέντρα αποτοξίνωσης όπου, με το δέλεαρ της αμνηστίας προσπάθησαν να εντάξουν σε θεραπευτικά προγράμματα όσο περισσότερους οπιομανείς μπορούσαν.

Το μήνυμα όμως που έφθασε στο Βρετανικό κοινοβούλιο ήταν, ότι οι Κινέζοι είχαν εμποδίσει με τρόπο ανάρμοστο τη διεξαγωγή του περίφημου «ελεύθερου εμπορίου» και ότι υποχρέωναν τους βρετανούς ναυτικούς και εμπόρους να υποκύπτουν σε παράλογους νόμους.

Στις 31 Αυγούστου 1839, κατέφθασαν στο Χονγκ Κονγκ 28 φρεγάτες του βρετανικού πολεμικού ναυτικού. H αναμέτρηση ήταν εντελώς άνιση. Οι Βρετανοί συντρίβοντας τις κινεζικές δυνάμεις κατέλαβαν διάφορα στρατηγικά σημεία. Στις 29 Αυγούστου 1842 οι εκπρόσωποι του κινέζου αυτοκράτορα και της βρετανικής κυβέρνησης υπέγραψαν τη Συνθήκη του Νανκίνγκ, την πρώτη από μια σειρά ετεροβαρείς συνθήκες που εξαναγκάστηκε να υπογράψει η Κίνα παραδίδοντας πολλά από τα κυριαρχικά της δικαιώματα σε δυτικές δυνάμεις.

Τα 13 άρθρα της Συνθήκης προέβλεπαν μεταξύ άλλων τη διατήρηση της ειρήνης ανάμεσα στις δύο χώρες, το άνοιγμα των λιμένων της Καντόνας, του Αμόι, του Φουτάου, του Νινγκ-Πο και της Σανγκάης στο ελεύθερο εμπόριο, άρα και στο εμπόριο του οπίου, το οποίο όμως δεν αποποινικοποιήθηκε. Η κατάσταση παρέμενε τεταμένη και όταν τον Οκτώβριο του 1856 οι Κινεζικές αστυνομικές αρχές τόλμησαν να συλλάβουν το πλήρωμα ενός πλοίου – το οποίο ήταν υπό βρετανική σημαία αλλά ανήκε σε Κινέζους – με την κατηγορία του λαθρεμπορίου οπίου, η αντίδραση του βρετανικού πολεμικού στόλου ήταν και πάλι άμεση.

Ακολούθησε η Συνθήκη του Τιεντσίν που υπογράφτηκε τον Ιούνιο του 1858 και αφορούσε τα συμφέροντα όχι μόνο των Βρετανών, αλλά και των Γάλλων, των Ρώσων και των Αμερικανών. Μεταξύ άλλων, η συνθήκη αυτή προέβλεπε και την νομιμοποίηση της εμπορίας του οπίου, γεγονός που οδήγησε τελικά στην κατακόρυφη εξάπλωση της κατανάλωσής του.

Λίγα χρόνια αργότερα, ο οργανισμός της ΕΕ για τα ναρκωτικά (EMCDDA) στην έκθεση του για το έτος 2016, επισημαίνει:

«Υπάρχει σημαντική αύξηση των θανάτων από υπερβολική δόση σε ορισμένες χώρες και οι απειλές που προκύπτουν πλέον από τις διαδικτυακές αγορές ναρκωτικών, αναδεικνύουν την ανάγκη η ευρωπαϊκή πολιτική για τα ναρκωτικά να καλύψει ένα ευρύτερο και πιο σύνθετο σύνολο θεμάτων σε σύγκριση με το παρελθόν. Το πρόβλημα των ναρκωτικών στην Ευρώπη συνεχώς διογκώνεται. Η ζήτηση και η προσφορά νέων ψυχοδραστικών ουσιών, διεγερτικών, ηρωίνης και άλλων οπιοειδών, συνεχίζουν να κυμαίνονται σε υψηλά επίπεδα με σοβαρές επιπτώσεις για τη δημόσια υγεία. Από τα διαθέσιμα στοιχεία για το 2014, γνωρίζουμε ότι οι θάνατοι που σημειώθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση από υπερβολική δόση, κυρίως ηρωίνης και άλλων οπιοειδών, υπολογίζονται σε τουλάχιστον 6.800. Η εκτίμηση για το 2016 είναι ότι το νούμερο αυτό, θα είναι μεγαλύτερο. Ανησυχητικές αυξήσεις στον αριθμό αυτών των θανάτων αναφέρονται από ορισμένες χώρες στις οποίες παρατηρείται προβληματική χρήση οπιοειδών επί σειρά ετών (π.χ. Ιρλανδία, Λιθουανία, Σουηδία, Ηνωμένο Βασίλειο).

Από τα παραπάνω, το συμπέρασμα που εύκολα συνάγεται είναι πως το ζήτημα των ναρκωτικών φαίνεται να αποτελεί ένα διαχρονικό κοινωνικό πρόβλημα. Ποιοί όμως μπορεί να είναι οι λόγοι που δίδουν στα ναρκωτικά αυτή τη δυνατότητα;

Αν θέλουμε να αναζητήσουμε τα πραγματικά αίτια της μαζικής εξάπλωσης της χρήσης ναρκωτικών, οφείλουμε να ψάξουμε στο θεσμικό πλαίσιο της σημερινής κοινωνίας, δηλαδή στο κρατούν κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο, αλλά και στους επιμέρους θεσμούς και μηχανισμούς που ουσιαστικά αποτελούν τις αναπόφευκτες συνέπειες του μοντέλου αυτού.

Στη πραγματικότητα, το θέμα των ναρκωτικών είναι ένα πολύπλοκο κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα που ανάγεται στο ίδιο το κοινωνικό-οικονομικό σύστημα της οικονομίας της αγοράς και τις εκφάνσεις του ως καταναλωτική κοινωνία και νεοφιλελεύθερη συναίνεση.

Το θεσμικό πλαίσιο που έχει επικρατήσει, αναφέρεται στην “οικονομία της ανάπτυξης” που εδώ και 200 περίπου χρόνια έχει ταυτίσει την έννοια της Προόδου με την απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, σε βάρος τόσο των μη υλικών αξιών όσο και της ίδιας της Φύσης. Η συνακόλουθη εμπορευματοποίηση κάθε αγαθού και υπηρεσίας δημιουργούσε τα κίνητρα για την αντίστοιχη εξάπλωση τόσο της παραγωγής όσο και της κατανάλωσης ναρκωτικών.

Συνοπτικά, η μια διαδικασία αφορά τον Βορρά, όπου η επέκταση της ζήτησης ναρκωτικών μπορεί να εξηγηθεί με βάση την δημιουργία της καταναλωτικής κοινωνίας των “δυο τρίτων”, πράγμα που σημαίνει μαζική ανεργία και ανασφάλεια, μεταξύ κυρίως των νέων, και αλλοτρίωση των υπόλοιπων.

Η άλλη διαδικασία αφορά τον Νότο, όπου η επέκταση της προσφοράς ναρκωτικών μπορεί να εξηγηθεί με βάση την αποτυχία της δημιουργίας μιας βιώσιμης “οικονομίας ανάπτυξης” και τον εξαναγκασμό χιλιάδων αγροτών να καταφεύγουν στη “παράνομη” παραγωγή ναρκωτικών για να επιβιώσουν. Για παράδειγμα, η Βολιβία, το Περού και η Κολομβία είναι οι χώρες με τη μεγαλύτερη παραγωγή ναρκωτικών στη Λατινική Αμερική, ενώ συγχρόνως ανήκουν στον κατάλογο των 60 φτωχότερων χωρών στο κόσμο.

Αν λάβουμε υπόψη τον οικονομικό μηχανισμό που επιφέρει τη συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης στην οικονομία της αγοράς, μπορούμε να κατανοήσουμε πως διαιωνίζεται η σημερινή παγκόσμια οικονομική δομή, που αντικατοπτρίζεται στο διευρυμένο άνοιγμα μεταξύ Βορρά και Νότου και πως αναπαράγεται η καταναλωτική κοινωνία των δυο τρίτων στον ίδιο τον Βορρά και σε κάποιο βαθμό και στον Νότο. Όσο δηλαδή διευρύνεται η ανισότητα, η περιθωριοποίηση για τους μεν και εντείνεται το υπαρξιακό πρόβλημα του νοήματος ζωής για τους δε, τόσο θα χειροτερεύει το πρόβλημα των ναρκωτικών, ανεξάρτητα από το ποιός τα διανέμει και πως. Κατά συνέπεια, το πρόβλημα της εξάπλωσης των ναρκωτικών, δεν είναι τόσο πρόβλημα διανομής, όσο κυρίως πρόβλημα ζήτησης και προσφοράς.


Αναμφίβολα η ’’μάστιγα’’ των ναρκωτικών είναι άρρηκτα δεμένη με τη σημερινή φάση “αγοραιοποίησης” της οικονομίας, δηλαδή της άρσης όλων σχεδόν των κοινωνικών ελέγχων πάνω στην αγορά τα τελευταία χρόνια. Για χάρη της ανταγωνιστικότητας, που αποτελεί το κριτήριο αποδοτικότητας κάθε οικονομίας, έχουν δημιουργηθεί οι σημερινές “εύκαμπτες” αγορές εργασίας με συνέπεια τη μαζική ανεργία, και την περιθωριοποίηση, που κυρίως πλήττουν τους νέους, στερώντας τους από προοπτική. Τα φαινόμενα αυτά, σε συνδυασμό με το ξήλωμα του κράτους-πρόνοιας, έχουν οδηγήσει στην εξάπλωση της φτώχειας και τη δημιουργία ενός κοινωνικού φαινομένου γνωστό ως “πλεονάζον πληθυσμός”. Έτσι, οι κοινωνικά προνομιούχες ελίτ, που συγκεντρώνουν στα χέρια τους την πολιτική και οικονομική δύναμη, αναγκάζονται να παίρνουν μέτρα για τον έλεγχο του πλεονάζοντος πληθυσμού, κυρίως για την αποφυγή μιας γενικότερης κοινωνικής έκρηξης. Η ανάγκη μάλιστα ελέγχου του πλεονάζοντος πληθυσμού γίνεται ακόμη πιο έντονη σαν συνέπεια της διάλυσης των κοινοτήτων, των οικογενειών και του κοινωνικού ιστού που γενικότερα επιφέρει η εντεινόμενη αγοραιοποίηση. Ο έλεγχος αυτός έχει στόχο την κοινωνική αδρανοποίηση του πλεονάζοντος πληθυσμού, μέσω της φυσικής αχρήστευσης σημαντικού τμήματος και της συνακόλουθης τρομοκράτησης και εξαναγκασμού σε υποταγή των υπόλοιπων.

Οι δυο βασικοί τρόποι κοινωνικής αδρανοποίησης του πλεονάζοντος πληθυσμού είναι η μαζική εξάπλωση των ναρκωτικών και η δραστική αύξηση του πληθυσμού των φυλακών. Για τους φτωχούς, τους άνεργους, τους ανθρώπους με ελάχιστη εκπαίδευση και ελπίδες για μια καλύτερη ζωή, η ηρωίνη είναι το ’’μάννα εξ ουρανού’’. Παράλληλα, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, ποσοστό μεταξύ 30% και 50% των φυλακισμένων σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Ελλάδα, είναι χρήστες ναρκωτικών.

Ο κατασταλτικός πόλεμος κατά των ναρκωτικών δεν είναι παρά ένα μόνο τμήμα του ελέγχου αυτού. Ο ίδιος ο κατασταλτικός πόλεμος θα ήταν μάλιστα αδιανόητος χωρίς την παράλληλη άμεση και έμμεση ενίσχυση της εξάπλωσης των ναρκωτικών. Έμμεση, μέσω της “αυτόματης” εξάπλωσης που επιφέρει η αγοραιοποίηση της οικονομίας . Άμεση, μέσω της όχι σπανίως εσκεμμένης ενίσχυσης της προσφοράς ναρκωτικών από τους υποτιθέμενους διώκτες.

Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε πως η βασικότερη προϋπόθεση για τη διασφάλιση της υφαρπαγής του παγκόσμιου πλούτου συνδέεται με τη δυνατότητα του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος να κυριαρχεί σε νέες και συνεχώς ευρύτερες αγορές και να προστατεύει τη παρουσία του σ’ αυτές, επιβάλλοντας στις ασθενέστερες χώρες ένα καθεστώς σχέσεων άνισης ανταλλαγής με την απειλή της οικονομικής απομόνωσης, της πολιτικής αποσταθεροποίησης, της τρομοκρατίας και της στρατιωτικής εισβολής, τότε εύκολα κατανοούμε πως είναι δυνατή η συντήρηση και η διεύρυνση ενός πλέγματος ληστρικών σχέσεων, που επιτρέπει στο 6% του παγκόσμιου πληθυσμού, να ληστεύει και να καταναλώνει το 50% των παγκόσμιων πρώτων υλών.

Εάν λοιπόν η πολιτική ελίτ ήταν μέχρι σήμερα υπέρ της κατασταλτικής πολιτικής, αυτό δεν οφείλεται σε κάποια συνομωσία, αλλά απλώς στο γεγονός ότι κρίνει, προς το παρόν, ότι τα οφέλη από την καταστολή είναι πολύ σημαντικότερα από τα προσδοκώμενα οφέλη από τη νομιμοποίηση και τη συνακόλουθη μαζική εξάπλωση των ναρκωτικών. Η κατασταλτική πολιτική προφανώς επιβάλλεται κυρίως από τις ανάγκες του κεφαλαίου για παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα. Διότι αυτό που ανησυχεί την πολιτική ελίτ σε σχέση με τα ναρκωτικά, δεν είναι ο αριθμός των θανάτων που προκαλούν, αλλά το γεγονός ότι επιδρούν αρνητικά στη διανοητική ικανότητα των εξαρτημένων και επομένως στη παραγωγικότητα τους.

Στις μέρες μας όμως, η περιθωριοποίηση τεράστιων κοινωνικών στρωμάτων στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, έχει δημιουργήσει έντονο προβληματισμό στην πολιτική ελίτ και οι τάσεις που καταγράφονται είναι πως το πολιτικό κατεστημένο τείνει σταδιακά να στραφεί προς μια πολιτική απελευθέρωσης της αγοράς ναρκωτικών. Μια πολιτική η οποία θα επιτρέψει τη μετάβαση από τη σημερινή στρατηγική ελέγχου τού πλεονάζοντος πληθυσμού μέσω της καταστολής των ναρκωτικών, σε μια στρατηγική ελέγχου μέσω των ίδιων των ναρκωτικών.

Η λογική μέσω της οποίας οι φιλελεύθεροι υποστηρίζουν την αποποινικοποίηση των ναρκωτικών κινείται στους εξής άξονες:

1. Κανείς δεν μπορεί να είναι ελεύθερος, αν δεν είναι κύριος του εαυτού του.

2. Η ποινικοποίηση απέτυχε αποδεδειγμένα. Στον «πόλεμο κατά των ναρκωτικών» είμαστε όλοι ηττημένοι.

3. Αποποινικοποίηση, πρακτικά σημαίνει απεγκληματοποίηση. Συνεπώς, είναι λογικό να αναμένουμε και σημαντική μείωση της ’’εγκληματικότητας’’. Εδώ συμπεριλαμβάνονται τόσο τα εγκλήματα που αυτά καθαυτά σχετίζονται με τα ναρκωτικά, όσο και οι παράνομες πράξεις, στις οποίες καταφεύγουν οι εξαρτημένοι για να βρουν τα χρήματα που θα τους εξασφαλίσουν την απαγορευμένη δόση τους. Στον κατάλογο προστίθενται και τα εγκλήματα βίας και εξαναγκασμού που χρησιμοποιούν οι εγκληματικές οργανώσεις για να διατηρήσουν τον έλεγχο του παρα-εμπορίου. Η μείωση της εγκληματικότητας αφενός θα συντελέσει στην αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και των καταστημάτων κράτησης, αφετέρου θα προαγάγει την κοινωνική υπόσταση των ατόμων και των κοινωνιών, που τα μέλη τους δε θα στιγματίζονται ως εγκάθειρκτοι εγκληματίες.

4. Σύμφωνα με τον γνωστό οικονομολόγο Milton Friedman, η νομιμοποίηση δεν είναι σίγουρο ότι θα οδηγήσει στην αύξηση της χρήσης. Γιατί αυτό που κατά τη γνώμη του ελκύει τους χρήστες και ιδίως τους νέους, είναι ο «απαγορευμένος καρπός»! Επιπλέον, συνεχίζει το συλλογισμό του ο Friedman, με τη νομιμοποίηση και την αναπόφευκτη πτώση των τιμών, δε θα έρχεται πια ο έμπορος στον υποψήφιο χρήστη να του προσφέρει ως δέλεαρ τις πρώτες δόσεις δωρεάν, δεδομένου ότι ο καθένας θα μπορεί να βρει από οπουδήποτε και σε τιμή που τον βολεύει, το είδος και την ποσότητα της ουσίας που επιθυμεί.

Δυστυχώς ή ευτυχώς όμως, ο σύγχρονος άνθρωπος αποτελεί μέρος ενός κοινωνικού συνόλου. Άρα, δεν έχει μόνο δικαιώματα, αλλά και υποχρεώσεις απέναντι σε αυτό το σύνολο και επομένως δεν μπορεί να διαθέτει τη ζωή του χωρίς να λαμβάνει υπόψη του αυτές τις υποχρεώσεις. Πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν η κοινωνία έχει είδη επενδύσει σε αυτόν κεφάλαια και προσδοκίες.

Είναι σημαντικό να τονισθεί ότι παραδοχή δικαιώματος στο θάνατο, θα σήμαινε πως η έννομη τάξη παρέχει σε κάθε άνθρωπο την εξουσία – ενεργώντας εγωιστικά ως αποκομμένο από την κοινωνία και μοναχικό άτομο – να καταλύσει και όλους τους προσωπικούς του δεσμούς, που σε αμοιβαία διαπλοκή συγκροτούν αυτό που λέγεται κοινωνία.

Θα ερχόταν δηλαδή η έννομη τάξη σε αντίθεση με τον προορισμό της, που είναι ακριβώς η προώθηση της ζωής εν κοινωνία δικαίου. Τέτοιου είδους όμως αυτοκαταστροφική διάθεση θα αποτελούσε παραλογισμό για οποιαδήποτε έννομη τάξη, ακόμα και την πιο φιλελεύθερη. Άλλωστε, η θετική έννοια της ελευθερίας μάλλον προϋποθέτει ενεργούς και όχι φευγάτους, ναρκωμένους πολίτες.

Πέραν βέβαια της φιλοσοφικής προσέγγισης και η ίδια η ιστορία αποδεικνύει ότι η νομιμοποίηση των ναρκωτικών σε αλλοδαπές έννομες τάξεις δε συνοδεύτηκε από επιτυχία.

Η άρση της ποτοαπαγόρευσης στην Αμερική δεν έλυσε το πρόβλημα του αλκοολισμού, αλλά αντίθετα συνέβαλε στην παραπέρα εξάπλωση του. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί, ότι το αλκοόλ δεν έχει τον ίδιο βαθμό επικινδυνότητας με τα ναρκωτικά, διότι είναι προφανές, ότι οι συνέπειες στην υγεία των αλκοολικών και των ναρκομανών, δεν είναι παρόμοιες. Αναλογιστείτε μόνο πόσοι γίνονται αλκοολικοί δοκιμάζοντας αλκοόλ. Σήμερα στη Βρετανία το 90% του πληθυσμού κάνει τακτική χρήση αλκοόλ, αλλά μόνο το 1% είναι αλκοολικοί. Πόσοι άραγε είναι οι εξαρτημένοι από τα ναρκωτικά με την ανάλογη τακτική χρήση τους;

Η νομιμοποίηση του οπίου στην Κίνα στις αρχές του αιώνα, είδαμε ότι τελικά κατέληξε στη δημιουργία ενενήντα (90!) εκατομμυρίων εθισμένων και χρειάστηκε περίπου μισός αιώνας για να επανέλθει η κατάσταση στα φυσιολογικά ποσοστά. Στην Αίγυπτο αντίστοιχα, όταν επετράπη το άνευ ορίων εμπόριο κοκαΐνης και ηρωίνης, το αποτέλεσμα ήταν επιδημία τοξικοεξαρτημένων. Όταν η Σουηδία επέτρεψε την εγγραφή των αμφεταμινών από τους γιατρούς στα συνταγολόγια το 1965, τον επόμενο χρόνο ο αριθμός των εθισμένων έφτασε σε αστρονομικά ποσοστά.

Η Μεγάλη Βρετανία πειραματίστηκε μεταξύ του 1959 και του 1968, εφαρμόζοντας ελεγχόμενη διάθεση ηρωίνης. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Βρετανικής Ιατρικής Εφημερίδας, ο αριθμός των χρηστών ηρωίνης διπλασιαζόταν κάθε δεκαέξι μήνες, ενώ η αύξηση της χρήσης συνδυάστηκε και με αύξηση στην εγκληματική δραστηριότητα. Στην ίδια χώρα, τη δεκαετία 1986-1996 η τιμή της ηρωίνης σε πραγματικούς όρους μειώθηκε στο μισό. Παράλληλα, η τιμή της κάνναβης διπλασιάστηκε στην ίδια περίοδο και έφτασε να στοιχίζει ακριβότερα από την ηρωίνη. Παρόλα αυτά, ο αριθμός των χρηστών ηρωίνης πολλαπλασιάστηκε, πράγμα που αποτελεί σαφή ένδειξη ότι στο βαθμό που η νομιμοποίηση των ναρκωτικών ουσιών θα οδηγήσει σε φθηνότερες τιμές, το πιθανότερο είναι να εξαπλωθεί η ζήτηση τους παραπέρα και όχι να μειωθεί, όπως συνήθως υποστηρίζεται.

Στη Ρωσία η νομιμοποίηση της κατοχής και χρήσης ναρκωτικών από τον Γέλτσιν το 1991, οδήγησε στην εκρηκτική εξάπλωση τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα πολιτικού ελέγχου του πλεονάζοντος πληθυσμού μέσω των ναρκωτικών, πρακτική που εφαρμόστηκε για να αντισταθμίσει τις συνέπειες της κατάρρευσης του σοβιετικού καθεστώτος. Το αποτέλεσμα ήταν οι εξαρτημένοι να ξεπεράσουν άμεσα τα 6 εκ. ενώ τα σχετικά με τα ναρκωτικά εγκλήματα, μόνο μεταξύ 1993 και 1994, αυξήθηκαν κατά 60%.

Είναι βέβαιο ότι η λύση δεν βρίσκεται στη ποινικοποίηση της χρήσης ναρκωτικών. Όχι μόνο διότι η κατασταλτική πολιτική δεν έχει καμιά πιθανότητα επιτυχίας, αλλά το κυριότερο, διότι μεταθέτει τη κοινωνική ευθύνη για το πρόβλημα στα θύματα, τα οποία τα θεωρεί υπαίτια για τη κατάσταση τους (όπως αντίστοιχα οι φιλελεύθεροι θεωρούν τους άνεργους υπαίτιους για την ανεργία, τους φτωχούς για τη φτώχεια κ.λπ.).

Είναι πολύ πιθανό, αν όχι βέβαιο, ότι η νομιμοποίηση όλων των ναρκωτικών, θα οδηγήσει πολλούς ανθρώπους σε κατάσταση “μη επιλογής”, όπως χαρακτηρίζουν τη κατάσταση τους οι ίδιοι οι τοξικομανείς. Έτσι, η ελεύθερη διάθεση των ναρκωτικών (όπως το αλκοόλ) όχι μόνο δεν πρόκειται να σταματήσει την εξάπλωση τους, καθώς και την εξάπλωση της συναφούς εγκληματικότητας, αλλά αντίθετα θα συντελέσει σημαντικά στη διαδικασία κοινωνικής αδρανοποίησης εκείνων των κοινωνικών στρωμάτων ιδιαίτερα των νέων που υφίστανται τις συνέπειες της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης.

Με βάση το σκεπτικό αυτό, η λύση στο πρόβλημα θα έπρεπε να στοχεύει στην αποτροπή της παραπέρα εξάπλωσης της κατάχρησης ναρκωτικών και τη παράλληλη κοινωνική ενίσχυση των εξαρτημένων. Η ενίσχυση αυτή θα μπορούσε να πάρει τη μορφή εκούσιων προγραμμάτων που θα είχαν για τελικό στόχο την ενδυνάμωση της ατομικής αυτονομίας των εξαρτημένων.

Ενδιάμεσοι στόχοι θα μπορούσε να είναι, κατ αρχήν, η απεξάρτηση τους από τους “εμπόρους του θανάτου” και, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό, η απεξάρτηση τους από τα ίδια τα ναρκωτικά. Η εφαρμογή παρόμοιων προγραμμάτων έχει πιθανότητες επιτυχίας μόνο σε τοπικό επίπεδο, με την κοινωνική ενεργοποίηση του πολιτών, στις κοινότητες τους. Για παράδειγμα, θα μπορούσαν να δημιουργηθούν ειδικά κοινοτικά κέντρα για τη παροχή κοινωνικής βοήθειας στα θύματα των ναρκωτικών, με την οικονομική υποστήριξη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Η λύση στο πρόβλημα δεν βρίσκεται ούτε στη συνέχιση της ποινικοποίησης της χρήσης και της φυλάκισης των χρηστών, αλλά ούτε και στη φιλελευθεροποίηση, που προτείνουν σήμερα οι πολιτικές ελίτ με την ενεργό υποστήριξη των προοδευτικών εκσυγχρονιστών, λύση που τελικά καταλήγει στη νάρκωση των αντιδράσεων των θυμάτων της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης.

Η δημιουργία κοινοτικών κέντρων εξειδικευμένων στην αντιμετώπιση του προβλήματος ίσως είναι μια λύση. Τα κέντρα αυτά, πέρα από την προληπτική και εκπαιδευτική λειτουργία τους, θα ήταν επιφορτισμένα με τον έλεγχο των προγραμμάτων απεξάρτησης, αλλά και με τον έλεγχο των ίδιων των ναρκωτικών ουσιών.

Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι ακόμη και οι ίδιοι οι Ολλανδοί, προσανατολίζονται σήμερα στην εγκατάλειψη του μοντέλου τους και στην υιοθέτηση του Ελβετικού συστήματος. Ενός συστήματος, όπου οι ναρκωτικές ουσίες εξακολουθούν να είναι παράνομες αλλά παράλληλα προβλέπεται η χορήγηση του ναρκωτικού στους μακροχρόνια ηρωινομανείς από ειδικές δημόσιες κλινικές. Όχι με απλή συνταγή γιατρού, αλλά σαν τμήμα πολύπλευρου προγράμματος που στοχεύει στην απεξάρτηση και στελεχώνεται από γιατρούς, κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχοθεραπευτές, διαιτολόγους κ.λπ.

*Δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα aromalefkadas.gr στις 16 ΟΚΤ 2016.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις