Ο ρόλος των Άγγλων, των Αμερικανών και της πρώην ΕΣΣΔ στα γεγονότα της Κύπρου
Η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ στις 14 Μαΐου 1948 σε παλαιστινιακά εδάφη, με την εκδίωξη χιλίαδων Αράβων από τις εστίες τους, προκάλεσε την εχθρότητα των αραβικών λαών και έγινε αιτία να φουντώσει ο αραβικός εθνικισμός.
Η αραβική εχθρότητα έγινε ακόμη μεγαλύτερη μετά τον «Πόλεμο των έξι ημερών» τον Ιούνιο του 1967, κατά τον οποίο το Ισραήλ κατέλαβε και άλλα αραβικά εδάφη (τη Δυτική Όχθη, τη λωρίδα της Γάζας, την χερσόνησο του Σινά και τα υψώματα Γκολάν στη Συρία).
Η αραβική εχθρότητα έγινε ακόμη μεγαλύτερη μετά τον «Πόλεμο των έξι ημερών» τον Ιούνιο του 1967, κατά τον οποίο το Ισραήλ κατέλαβε και άλλα αραβικά εδάφη (τη Δυτική Όχθη, τη λωρίδα της Γάζας, την χερσόνησο του Σινά και τα υψώματα Γκολάν στη Συρία).
Η εχθρότητα των Αράβων στράφηκε και εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ, που υποστήριζαν το Ισραήλ. Οι μεγάλες αραβικές χώρες που περιέζωναν το Ισραήλ (η Αίγυπτος, η Συρία και το Ιράκ) ζήτησαν και πήραν βοήθεια από τη Σοβιετική Ένωση. Αφθονος σοβιετικός οπλισμός κατέκλυσε τις χώρες αυτές. Και το σημαντικότερο, ο σοβιετικός στόλος, του οποίου η παρουσία στην Μεσόγειο ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη πριν την δεκαετία του 1960, άρχισε να αμφισβητεί την κυριαρχία του 6ου Αμερικανικού στόλου στην Ανατολική Μεσόγειο (Απρίλιος 1964).
Το 1971 ο σοβιετικός στόλος στην Ανατολική Μεσόγειο παρουσίαζε υπεροπλία σε σύγκριση με τον αμερικανικο. Μπορούσε μάλιστα να ελλιμενίζεται σε φιλικά λιμάνια, ενώ ο 6ος αμερικάνικος στόλος έχασε τα λιμάνια της Τουρκίας ένεκα των εχθρικών διαδηλώσεων Τούρκων πολιτών που θεωρούσαν εχθρική την αμερικάνικη πολιτική, επειδή παρεμπόδισε τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1964. Η κατάσταση γινόταν ακόμα πιο δυσμενής για τα δυτικά συμφέροντα, επειδή οι πετρελαιοπαραγωγικές αραβικές χώρες, όπως Ιράκ, Λιβύη και Αλγερία, καθώς και το Ιράν, άρχισαν να θέτουν υπό τον έλεγχό τους την παραγωγή και την εμπορία του πετρελαίου, το οποίο μέχρι τότε εκμεταλλεύονταν με τεράστια κέρδη αγγλικές, αμερικανικές και γαλλικές εταιρίες.
Η Κύπρος υποστήριζε τις αραβικές χώρες στη διαμάχη τους με το Ισραήλ και αυτές υποστήριζαν ένθερμα τις προσπάθειες του Ελληνισμού στην Κύπρο να αποκτήσει αδεύσμευτη ανεξαρτησία και να μην περιέλθει υπό τον έλεγχο του ΝΑΤΟ. Όμως, πολιτική των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ ήταν να εμποδίσουν τη Σοβιετική Ένωση να αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερα πλεονεκτήματα με την αύξηση της επιρροής της στην Κύπρο, που, λόγω της φιλίας της με τους Άραβες συνεπαγόταν αυξημένο κίνδυνο για το Ισραήλ.
Η διείσδυση της ΕΣΣΔ στο χώρο της Μέσης Ανατολής αύξησε την στρατηγική σημασία της Κύπρου για τη Δύση. Οι βρετανικές βάσεις στη Δεκέλεια και το Ακρωτήρι απέκτησαν ακόμη μεγαλύτερη στρατηγική αξία, ειδικά μετά την εκδίωξη των Άγγλων από τη διώρυγα του Σουέζ (1956) και το Άδεν (1967). Οι βάσεις χρησιμοποιούνταν προς «αντιμετώπιση της απειλής του σοβιετικού συνασπισμού». Το ΝΑΤΟ θεωρούσε το Κυπριακό ως οικογενειακή του υπόθεση, εξαιτίας της στρατιωτικής παρουσίας της Αγγλίας και των ΗΠΑ στο νησί. Γι’αυτό και είδε με εξαιρετική ανησυχία την ανάμειξη της ΕΣΣΔ που έθετε σε κίνδυνο τα στρατηγικά του πλεονεκτήματα στην Κύπρο.
Κύρια φροντίδα της Αμερικής ήταν να αποτραπεί μια σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας εξαιτίας της Κύπρου. Κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφή, επειδή θα επέφερε διάσπαση της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, ισχυροποίηση της παρουσίας της ΕΣΣΔ στην Ανατολική Μεσόγειο και κίνδυνο μετατροπής της Κύπρου σε σοβιετικό δορυφόρο. Για να εξουδετερωθούν οι κίνδυνοι έπρεπε ο Μακάριος να φύγει από την εξουσία και να πάρει τη θέση του μια φίλια κυβέρνηση, και η Τουρκία να συγκρατηθεί από το να εισβάλει στην Κύπρο. Όμως η Τουρκία με κανένα τρόπο δεν έπρεπε να ταπεινωθεί, επειδή ήταν ένας εξαιρετικά πολύτιμος σύμμαχος για τις ΗΠΑ. Γι’αυτό οποιαδήποτε λύση του Κυπριακού απαραιτήτως θα έπρεπε να έχει την έγκριση της Τουρκίας.
Η διείσδυση της ΕΣΣΔ στο χώρο της Μέσης Ανατολής αύξησε την στρατηγική σημασία της Κύπρου για τη Δύση. Οι βρετανικές βάσεις στη Δεκέλεια και το Ακρωτήρι απέκτησαν ακόμη μεγαλύτερη στρατηγική αξία, ειδικά μετά την εκδίωξη των Άγγλων από τη διώρυγα του Σουέζ (1956) και το Άδεν (1967). Οι βάσεις χρησιμοποιούνταν προς «αντιμετώπιση της απειλής του σοβιετικού συνασπισμού». Το ΝΑΤΟ θεωρούσε το Κυπριακό ως οικογενειακή του υπόθεση, εξαιτίας της στρατιωτικής παρουσίας της Αγγλίας και των ΗΠΑ στο νησί. Γι’αυτό και είδε με εξαιρετική ανησυχία την ανάμειξη της ΕΣΣΔ που έθετε σε κίνδυνο τα στρατηγικά του πλεονεκτήματα στην Κύπρο.
Κύρια φροντίδα της Αμερικής ήταν να αποτραπεί μια σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας εξαιτίας της Κύπρου. Κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφή, επειδή θα επέφερε διάσπαση της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, ισχυροποίηση της παρουσίας της ΕΣΣΔ στην Ανατολική Μεσόγειο και κίνδυνο μετατροπής της Κύπρου σε σοβιετικό δορυφόρο. Για να εξουδετερωθούν οι κίνδυνοι έπρεπε ο Μακάριος να φύγει από την εξουσία και να πάρει τη θέση του μια φίλια κυβέρνηση, και η Τουρκία να συγκρατηθεί από το να εισβάλει στην Κύπρο. Όμως η Τουρκία με κανένα τρόπο δεν έπρεπε να ταπεινωθεί, επειδή ήταν ένας εξαιρετικά πολύτιμος σύμμαχος για τις ΗΠΑ. Γι’αυτό οποιαδήποτε λύση του Κυπριακού απαραιτήτως θα έπρεπε να έχει την έγκριση της Τουρκίας.
Η ΕΣΣΔ εξάλλου είχε ως σκοπό η Κύπρος να μην τεθεί υπό τον έλεγχο του ΝΑΤΟ. Για να αποτρέψει τέτοιο ενδεχόμενο προειδοποιούσε ότι δεν θα ανεχόταν στρατιωτική εισβολή της νατοϊκής Τουρκίας στη Κύπρο. Για τον ίδιο λόγο καθιστούσε σαφές ότι δεν ευνοούσε ένωση της Κύπρου με την νατοική Ελλάδα.
Η Κύπρος για την ΕΣΣΔ θα έπρεπε να διατηρηθεί ως ανεξάρτητο κράτος και οποιαδήποτε λύση του προβλήματος θα έπρεπε να εξευρεθεί μέσω του ΟΗΕ και όχι του ΝΑΤΟ. Για την Τουρκία η Κύπρος θεωρούνταν περιοχή ζωτικής σημασίας για την ασφάλεια της καθώς όποιος ελέγχει την Κύπρο ελέγχει και τα νότια λιμάνια της Τουρκίας. Στις 15 Ιουλίου 1974, όταν εκδηλώθηκε πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου από την ΕΟΚΑ Β΄ η Τουρκία βρήκε την αφορμή που επιζητούσε. Στις 20 Ιουλίου 1974, σαράντα περίπου χιλιάδες Τούρκοι στρατιώτες, υπό την υποστήριξη της Τουρκικής Αεροπορίας και του ναυτικού εισέβαλαν παράνομα και κατά παράβαση του καταστατικού χάρτη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών στις βόρειες ακτές της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η απόβαση των Τουρκικών στρατευμάτων που ολοκληρώθηκε σε δύο φάσεις, με ένα μήνα σχεδόν διαφορά η πρώτη από τη δεύτερη, είχε σαν αποτέλεσμα την παράνομη κατοχή του 37% της Κυπριακής Δημοκρατίας. Περίπου 200.000 εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους, έγιναν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα, περίπου 4.000 νεκροί, και 1.619 δηλώθηκαν αγνοούμενοι. Οι Τούρκοι κατακτούν το 65% της καλλιεργήσιμης έκτασης, το 70% του ορυκτού πλούτου, το 70% της βιομηχανίας, το 80% των τουριστικών εγκαταστάσεων.
Η Τουρκία υποστήριξε ότι δεν πρόκειται για εισβολή αλλά για «ειρηνική επέμβαση» με σκοπό την επαναφορά του συνταγματικού σκηνικού στην πριν του πραξικοπήματος κατάσταση. Η Τουρκία, σύμφωνα με τις Ελληνικές θέσεις, ενέργησε με βάση τα προ πολλού έτοιμα σχέδια της. Παρ’όλα αυτά, η Τουρκία υποστηρίζει ότι ο Τουρκοκυπριακός λαός ζήτησε την επέμβαση, ο οποίος είχε αναγκαστεί να μεταφερθεί σε καταφύγια και ήταν υπό διωγμό.
Οταν ο Μακάριος αποφάσιζε να στείλει επιστολή προς τον Γκιζίκη αναφέροντας πληροφορίες ότι Έλληνες αξιωματικοί της Κύπρου ετοιμάζουν εναντίον του πραξικόπημα και ζήτούσε την άμεση απομάκρυνσή τους, ουσιαστικά έμπαινε σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τη Χούντα. Την πρώτη μέρα του πραξικοπήματος, η Αθήνα αποδοκιμάστηκε σκληρά. Από όλα τα κράτη, η Σοβιετική Ένωση, που φοβόταν την Αμερικανική ανάμειξη μέσω της Χούντας των Αθηνών είχε την πρώτη και πιο σκληρή αντίδραση δηλώνοντας κατηγορηματικά: «Η Χούντα άπλωσε το χέρι της και στη Κύπρο».
Το απόγευμα της 22ης Ιουλίου συνήλθε το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη και αποφάσισε την κατάπαυση του πυρός. Λίγο μετά τις 4 το απόγευμα τα διεθνή πρακτορεία μετέδιδαν την καθεστωτική αλλαγή στην Αθήνα. Την 24η Ιουλίου κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας ορκίστηκε στην Αθήνα, με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Παράλληλα στην Κύπρο τα γεγονότα υποχρέωσαν τον Σαμψών να παραιτηθεί. Πρόεδρος ανάλαμβανε ο Γλαύκος Κληρίδης. Στις 25 Ιουλίου 1974 άρχισαν στην Γενεύη οι ειρηνευτικές συνομιλίες για την Κύπρο, μεταξύ των Υπουργών Εξωτερικών των τριών εγγυητριών χωρών της Κυπριακής Ανεξαρτησίας (Μαύρος, Γκιουνές, Κάλαχαν). Στο τέλος των συνομιλιών, στις 30 Ιουλίου, υπέγραψαν διακήρυξη, τα κύρια σημεία της οποίας ήταν:
Η μη επέκταση των περιοχών που είχαν κάτω από τον ελεγχό τους οι αντίπαλες δυνάμεις. Η εγκαθίδρυση ζωνών ασφαλείας μεταξύ των αντιμαχομένων. Η εκκένωση των Τουρκικών θυλάκων από την Ειρηνευτική Δύναμη του ΟΗΕ. Το δικαίωμα να διαθέτουν οι δύο πλευρές δική τους αστυνομία και δυνάμεις ασφαλείας. Τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων με συμμετοχή Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων για οριστική διευθέτηση του Κυπριακού.
Η Κύπρος για την ΕΣΣΔ θα έπρεπε να διατηρηθεί ως ανεξάρτητο κράτος και οποιαδήποτε λύση του προβλήματος θα έπρεπε να εξευρεθεί μέσω του ΟΗΕ και όχι του ΝΑΤΟ. Για την Τουρκία η Κύπρος θεωρούνταν περιοχή ζωτικής σημασίας για την ασφάλεια της καθώς όποιος ελέγχει την Κύπρο ελέγχει και τα νότια λιμάνια της Τουρκίας. Στις 15 Ιουλίου 1974, όταν εκδηλώθηκε πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου από την ΕΟΚΑ Β΄ η Τουρκία βρήκε την αφορμή που επιζητούσε. Στις 20 Ιουλίου 1974, σαράντα περίπου χιλιάδες Τούρκοι στρατιώτες, υπό την υποστήριξη της Τουρκικής Αεροπορίας και του ναυτικού εισέβαλαν παράνομα και κατά παράβαση του καταστατικού χάρτη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών στις βόρειες ακτές της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η απόβαση των Τουρκικών στρατευμάτων που ολοκληρώθηκε σε δύο φάσεις, με ένα μήνα σχεδόν διαφορά η πρώτη από τη δεύτερη, είχε σαν αποτέλεσμα την παράνομη κατοχή του 37% της Κυπριακής Δημοκρατίας. Περίπου 200.000 εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους, έγιναν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα, περίπου 4.000 νεκροί, και 1.619 δηλώθηκαν αγνοούμενοι. Οι Τούρκοι κατακτούν το 65% της καλλιεργήσιμης έκτασης, το 70% του ορυκτού πλούτου, το 70% της βιομηχανίας, το 80% των τουριστικών εγκαταστάσεων.
Η Τουρκία υποστήριξε ότι δεν πρόκειται για εισβολή αλλά για «ειρηνική επέμβαση» με σκοπό την επαναφορά του συνταγματικού σκηνικού στην πριν του πραξικοπήματος κατάσταση. Η Τουρκία, σύμφωνα με τις Ελληνικές θέσεις, ενέργησε με βάση τα προ πολλού έτοιμα σχέδια της. Παρ’όλα αυτά, η Τουρκία υποστηρίζει ότι ο Τουρκοκυπριακός λαός ζήτησε την επέμβαση, ο οποίος είχε αναγκαστεί να μεταφερθεί σε καταφύγια και ήταν υπό διωγμό.
Οταν ο Μακάριος αποφάσιζε να στείλει επιστολή προς τον Γκιζίκη αναφέροντας πληροφορίες ότι Έλληνες αξιωματικοί της Κύπρου ετοιμάζουν εναντίον του πραξικόπημα και ζήτούσε την άμεση απομάκρυνσή τους, ουσιαστικά έμπαινε σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τη Χούντα. Την πρώτη μέρα του πραξικοπήματος, η Αθήνα αποδοκιμάστηκε σκληρά. Από όλα τα κράτη, η Σοβιετική Ένωση, που φοβόταν την Αμερικανική ανάμειξη μέσω της Χούντας των Αθηνών είχε την πρώτη και πιο σκληρή αντίδραση δηλώνοντας κατηγορηματικά: «Η Χούντα άπλωσε το χέρι της και στη Κύπρο».
Το απόγευμα της 22ης Ιουλίου συνήλθε το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη και αποφάσισε την κατάπαυση του πυρός. Λίγο μετά τις 4 το απόγευμα τα διεθνή πρακτορεία μετέδιδαν την καθεστωτική αλλαγή στην Αθήνα. Την 24η Ιουλίου κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας ορκίστηκε στην Αθήνα, με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Παράλληλα στην Κύπρο τα γεγονότα υποχρέωσαν τον Σαμψών να παραιτηθεί. Πρόεδρος ανάλαμβανε ο Γλαύκος Κληρίδης. Στις 25 Ιουλίου 1974 άρχισαν στην Γενεύη οι ειρηνευτικές συνομιλίες για την Κύπρο, μεταξύ των Υπουργών Εξωτερικών των τριών εγγυητριών χωρών της Κυπριακής Ανεξαρτησίας (Μαύρος, Γκιουνές, Κάλαχαν). Στο τέλος των συνομιλιών, στις 30 Ιουλίου, υπέγραψαν διακήρυξη, τα κύρια σημεία της οποίας ήταν:
Η μη επέκταση των περιοχών που είχαν κάτω από τον ελεγχό τους οι αντίπαλες δυνάμεις. Η εγκαθίδρυση ζωνών ασφαλείας μεταξύ των αντιμαχομένων. Η εκκένωση των Τουρκικών θυλάκων από την Ειρηνευτική Δύναμη του ΟΗΕ. Το δικαίωμα να διαθέτουν οι δύο πλευρές δική τους αστυνομία και δυνάμεις ασφαλείας. Τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων με συμμετοχή Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων για οριστική διευθέτηση του Κυπριακού.
Σχόλια