Η Δέκατη Μούσα

’’Η γαστρονομία είναι η δέκατη Μούσα. Είναι η προστάτιδα τον γευστικών απολαύσεων. Η αξία της είναι τόση, που θα μπορούσε να διεκδικήσει την εξουσία του σύμπαντος. Γιατί το σύμπαν δεν είναι τίποτε χωρίς τη ζωή και όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί έχουν ανάγκη να τρέφονται.
Της αρέσουν οι πλαγιές όπου φυτρώνουν τ’ αμπέλια, όπου μοσχοβολούν οι πορτοκαλιές, τα δάση όπου βγαίνουν οι τρούφες, τα μέρη με πολύ κυνήγι και φρούτα. Όταν καταδέχεται να εμφανιστεί, παίρνει τη μορφή μια νέας κοπέλας. Η ζώνη της έχει το χρώμα της φωτιάς. Τα μαλλιά της είναι μαύρα, τα μάτια της έχουν το χρώμα της θάλασσας κι είναι όλο χάρη, όμορφη σαν την Αφροδίτη. Η ζωή του ανθρώπου είναι ένα κυνήγι της απόλαυσης και η γευστική απόλαυση είναι μια από τις πιο σημαντικές. Μια κουζίνα αξίζει κυρίως για τις χαρές που προσφέρει στους καλοφαγάδες. 

Η γαστρονομία είναι η τέχνη που υπηρετεί τις γευστικές απολαύσεις και είναι αντιπροσωπευτική ενός τόπου όσο και οι άλλες τέχνες. Η τέχνη της γαστρονομίας χρησιμοποιεί τα πιο εκλεκτά από τα φαγώσιμα και τα παρασκευάζει σύμφωνα με διαδικασίες που είναι αποτέλεσμα μακρόχρονης εμπειρίας και άπειρης σοφίας. Όποιος αγαπάει την κουζίνα του, θέλει να την κάνει γνωστή σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους. Η γαστρονομία είναι δηλαδή ταυτόχρονα και ένα υπέροχο εργαλείο. Συνδυάζει άψογα τις γαστριμαργικές απολαύσεις, με την ομαλή κοινωνικοποίηση. Η κουζίνα συμβάλλει στο να γνωρίσουμε την οικοδέσποινα και η οικοδέσποινα συμβάλλει στο να γνωρίσουμε την κουζίνα της’’.  

Αυτές είναι μερικές από τις γραμμές που είχε τη φαεινή ιδέα να γράψει ένα πρωϊνό ο Τόνυ, σε μια επιστολή που αποφάσισε να στείλει επιλεκτικά, σε κάποιες από τις φίλες του. Ο Τόνυ, όταν ζήτησε από το σερβιτόρο γραφική ύλη – μια από τις ανέσεις που παρέχουν όλα τα πολιτισμένα καφέ - κάθονταν στο αγαπημένο του τραπεζάκι, έπινε γουλιά γουλιά έναν καφέ με κρέμα γάλακτος και περίμενε να φανεί κάποιο φιλαράκι του για του τον πληρώσει. Τότε σκέφτηκε πως δεν θα ήταν παράλογο να ζητήσει από τις φίλες του να τον φιλοξενούν τα βράδια για να μοιράζεται το σπιτικό φαγητό τους, μια και ήταν άφραγκος. Σε αντάλλαγμα, οι τυχερές οικοδέσποινες θα έπαιρναν μια γεύση του τολμηρού του πνεύματος, που ακόμα κι όταν γινόταν σαρκαστικό ή υβριστικό, πίστευε πως ήταν αρκετά γοητευτικό ώστε να το ανεχτούν. Ξέχωρα που μέσω της συζήτησης θα είχαν και την ικανοποίηση να συνδράμουν προσωπικά στην ενημέρωση. Γιατί πάνω από όλα ο Τόνυ ήταν δημοσιογράφος.  

Πολύ λογικά λοιπόν σκέφτηκε, πως καμία από τις φίλες του δεν θα ήθελα να έχει καθημερινά την ευθύνη ενός απένταρου παρία, όμως μια φορά την εβδομάδα έστω από συμπόνια, θα του έδιναν ένα πιάτο φαγητό. Και η ανταμοιβή, εκτός από τους σπαρταριστούς μονολόγους του Τόνυ, θα είχαν τη δυνατότητα να ψαρεύουν ακυκλοφόρητα θέματα από τη στήλη του ‘’Μποέμικη Ζωή’’ που διατηρούσε σε τοπική εφημερίδα. Κι αν τύχαινε καμιά φορά να είναι τόσο μεθυσμένος που να μην μπορεί να παραδώσει το κείμενο στην ώρα του, δεν θα είχε καμιά αντίρρηση να το έγραφε η φίλη που θα τον φιλοξενούσε.  

Εν τέλει, τα εκ περιτροπής δείπνα είχαν τέτοια επιτυχία που ο Τόνυ έφτασε σε σημείο να αρνείται τη φιλοξενία κάποιου, αν στο σπίτι του δεν έτρωγε τόσο καλά όσο στα σπίτια των φιλενάδων του. Πόσο μάλλον όταν τον έβρισκε εξαιρετικά βαρετό σε σχέση με τις παθιασμένες συζητήσεις που απολάμβανε με τις Μούσες της γαστρονομίας. Σιγά σιγά ο Τόνυ συνήθισε κι άρχισε να πιστεύει πως ακόμα κι ο επαίτης, μπορεί και πρέπει υπό προϋποθέσεις να είναι εκλεκτικός.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις