Συνάθροιση ανθρώπων που πίνουν
ΚΩΜΑΡΧΙΔΗΣ: ‘’Τι όμορφα που είναι σαν βρέχει
κι έχει τελειώσει πια η σπορά...’’.
ΑΙΣΧΙΝΑΔΗΣ:
‘’Κωμαρχίδη, για πες, τι να κάνουμε με τέτοιον καιρό;’’.
ΚΩΜΑΡΧΙΔΗΣ: ‘’Να σου πω, θέλω να το τσούξω λιγάκι, μια κι ο θεός τα
φέρνει βολικά... Ε, γυναίκα, ζέστανε μας τρία πιάτα φασολάκια, και βάλε μέσα
και λίγο σιτάρι... βγάλε μας και κάμποσα σύκα. Και κάποιος ας πάει να φωνάξει
απ’ το χωράφι το Μανή, το δούλο. Με τέτοιο καιρό είναι αδύνατο σήμερα να γίνει
βλαστολόγημα και σκάλισμα. Tο χωράφι είναι γεμάτο λάσπες. Κι απ' το σπίτι μου
πες να φέρουν την τσίχλα και τους δυο σπίνους - έχει ακόμα γάλα και τέσσερα
κομμάτια από ένα λαγό… αν δεν άρπαξε κανένα αποβραδίς το παλιόγατο. Άκουα μέσα
κει χαρχαλέματα και πηδηχτά. Απ' αυτά, παιδί, φέρε μας τα τρία, το άλλο δώσ' το
στο γέρο μου. Ζήτησε κι απ' τον Φοιλίτιο να σου δώσει μυρτιές, αλλά κοίτα να
χουνε πάνω καρπό... Κι όπως πας στο δρόμο — είναι πέρασμα σου — φώναξε και το
Χαρινάδη, να 'ρθει κι αυτός να πιεί μαζί μας, μια κι ο θεός τα φέρνει βολικά
και τα σπαρτά πάνε καλά…’’.
Για τους
αρχαίους Έλληνες τα γεύματα της ημέρας ήταν τρία στον αριθμό. Το πρώτο από
αυτά, ἀκρατισμός, αποτελούσε κριθαρένιο
ψωμί βουτηγμένο σε κρασί (ἄκρατος),
συνοδευόμενο από σύκα ή ελιές. Το δεύτερο, ἄριστον,
λάμβανε χώρα το μεσημέρι ή νωρίς το απόγευμα. Το τρίτο, δεῖπνον, το οποίο ήταν και το σημαντικότερο της
ημέρας, καταναλωνόταν αφού η νύχτα είχε πλέον πέσει. Σε αυτά μπορεί επίσης να
προστεθεί ένα επιπλέον ελαφρύ γεύμα , το ἑσπέρισμα.
Εκτός βέβαια από το καθημερινό δείπνο,
υπήρχε και το δειπνούμενο γεύμα με φίλους ή γνωστούς που ονομάζονταν
"συμπόσιο" ή "εστίαση" και που σήμερα λέγεται συνεστίαση.
Υπήρχαν και δείπνα όπου οι συμμετέχοντες συνεισέφεραν οικονομικά, ή με τρόφιμα,
τα οποία και λέγονταν "συμβολές". Ο Όμηρος τα αποκαλεί
"εράνους", ενώ γνωστές είναι οι αρχαίες σχετικές φράσεις
"δειπνείν από συμβολών", ή "δείπνον από σπυρίδος".
Το συμπόσιον (λέξη που σημαίνει
«συνάθροιση ανθρώπων που πίνουν») αποτελούσε έναν από τους πιο αγαπημένους
τρόπους διασκέδασης των Ελλήνων. Περιελάμβανε δύο στάδια: το πρώτο ήταν
αφιερωμένο στο φαγητό, που σε γενικές γραμμές ήταν λιτό, ενώ το δεύτερο στην
κατανάλωση ποτού. Στην πραγματικότητα, οι αρχαίοι έπιναν κρασί και μαζί με το
γεύμα, ενώ τα διάφορα ποτά συνοδεύονταν από μεζέδες (τραγήματα): κάστανα,
κουκιά, ψημένοι κόκκοι σίτου ή ακόμη γλυκίσματα από μέλι, που είχαν ως στόχο
την απορρόφηση του οινοπνεύματος ώστε να επιμηκυνθεί ο χρόνος της συνάθροισης.
Το δεύτερο μέρος ξεκινούσε με πορδή και
κλανιά, τις περισσότερες φορές προς τιμή του Διονύσου. Κατόπιν οι παριστάμενοι
συζητούσαν ή έπαιζαν διάφορα επιτραπέζια παιχνίδια, όπως ο κότταβος. Συνεπώς τα
άτομα έμεναν ξαπλωμένα σε ανάκλιντρα (κλίναι), ενώ χαμηλά τραπέζια φιλοξενούσαν
τα φαγώσιμα και τα παιχνίδια. Χορεύτριες, ακροβάτες και μουσικοί συμπλήρωναν
την ψυχαγωγία των παρευρισκομένων.
Ένας
«βασιλιάς του συμποσίου» ο οποίος εκλεγόταν στην τύχη αναλάμβανε να
υποδεικνύει στους δούλους την αναλογία κρασιού και νερού κατά την προετοιμασία
των ποτών. Εντελώς απαγορευμένο στις γυναίκες, με εξαίρεση τις χορεύτριες και
τις εταίρες, το συμπόσιο ήταν ένα σημαντικότατο μέσο κοινωνικοποίησης στην
Αρχαία Ελλάδα. Μπορούσε να διοργανωθεί από έναν ιδιώτη για τους φίλους ή για τα
μέλη της οικογένειάς του, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα με τις προσκλήσεις
σε δείπνο. Μπορούσε επίσης να αφορά τη μάζωξη μελών μιας θρησκευτικής ομάδας ή
μιας εταιρείας (ενός είδος κλειστού κλαμπ για αριστοκράτες). Τα πολυτελή
συμπόσια προφανώς προορίζονταν για τους πλούσιους, ωστόσο στα περισσότερα
σπιτικά θρησκευτικές ή οικογενειακές γιορτές αποτελούσαν αφορμή για δείπνο,
έστω και μετριοπαθέστερο.
Το συμπόσιο ως
πρακτική εισήγαγε κι ένα πραγματικό λογοτεχνικό ρεύμα: το «Συμπόσιον» του
Πλάτωνα, το ομώνυμο έργο του Ξενοφώντα, «Το Συμπόσιον των Επτά Σοφών» του
Πλουτάρχου και οι «Δειπνοσοφισταί» του Αθήναιου αποτελούν τα πιο χαρακτηριστικά
έργα.
Σχόλια