H διατροφή των Βυζαντινών
Υπάρχουν πολλές
γραπτές πηγές που
δίνουν πληροφορίες για τη διατροφή των Βυζαντινών. Βασική επιδίωξη ήταν η
αυτάρκεια του νοικοκυριού και γι' αυτό κάθε οικογένεια καλλιεργούσε τα βασικά
λαχανικά και εξέθρεφε κάποια ζώα. Βέβαια αυτό ήταν δύσκολο να ισχύει στις
μεγάλες πόλεις και ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη, που την περίοδο της ακμής
της έφτανε τους 500.000 κατοίκους. Για αυτές τις περιπτώσεις επενέβαινε η
κρατική μέριμνα, κυρίως μέσω του έπαρχου της πόλης.
Τα κύρια γεύματα των Βυζαντινών ήταν το πρόφαγον, το άριστον, καθώς
και ο δείπνος. Έτρωγαν χρησιμοποιώντας κυρίως τα χέρια, αφού το πηρούνι ήταν
άγνωστο μέχρι το 10ο αιώνα και η χρήση του σπάνια στους επόμενους αιώνες.
Χρησιμοποιούσαν επίσης κοχλιάρια και μαχαίρια. Πριν και μετά το φαγητό έπλεναν
τα χέρια τους, χρησιμοποιώντας το χέρνιβ(ι)ον (πήλινο ή μεταλλικό αγγείο).
Τα κυριότερα είδη διατροφής ήταν το
ψωμί, το λάδι, οι ελιές και το τυρί. Η ποιότητα του ψωμιού παρουσίαζε ποικιλία
και ήταν ανάλογη με τις οικονομικές δυνατότητες του καταναλωτή. Αντίστοιχες
διακυμάνσεις στην ποιότητα υπάρχουν και στα είδη τυριού, το αγαπημένο προσφάγιον
των Βυζαντινών. Εκλεκτά τυριά θεωρούνταν το βλάχικο και το κρητικό. Γνωστά
επίσης ήταν το ανθότυρο (απότυρον) και η μυζήθρα, ενώ το κακής ποιότητας
τυρί το ονόμαζαν ασβεοτότυρον.
Η
φθηνότερη και πιο διαδεδομένη τροφή για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού
ήταν τα λαχανικά και τα όσπρια. Με δεδομένες δε τις μεγάλες περιόδους νηστείας
που προβλέπει η Εκκλησία, και τις οποίες φαίνεται ότι τηρούσαν με αρκετή
ευλάβεια οι Βυζαντινοί, οι τροφές αυτές καταναλώνονταν για μακρύ χρονικό διάστημα
από το σύνολο του πληθυσμού. Μεγάλη κατανάλωση είχαν τα λάχανα, τα πράσα, τα
κρεμμύδια, τα τεύτλα, τα μαρούλια, τα ραδίκια, το καρότο, ο αρακάς, η ρόκα.
Άγνωστες φυσικά ήταν οι πατάτες και οι ντομάτες, που έφτασαν στην Ευρώπη πολύ
αργότερα. Από τα όσπρια συναντάμε τα φασόλια, τις φακές, τα ρεβίθια, τα κουκιά,
τα λούπινα.
Τη διατροφή των Βυζαντινών
συμπλήρωναν, κυρίως στις παραθαλάσσιες και παραποτάμιες περιοχές, τα ψάρια και
τα θαλασσινά. Βέβαια, στις μεγάλες πόλεις και γενικότερα όπου δεν υπήρχε άμεση
δυνατότητα αλιείας, τα μεγάλα και ακριβά ψάρια (κεφάλια, συναγρίδες,
μπαρμπούνια, λαβράκια, λυθρίνια, καλκάνια) ήταν προνόμιο των λίγων, ενώ οι
υπόλοιποι περιορίζονταν στα μικρά ψάρια (σαρδέλες, παλαμίδες, σκουμπριά,
τσίρους) και κυρίως στα παστά.
Η ίδια διάκριση ισχύει
και για την κατανάλωση του κρέατος. Τα ζώα της οικογένειας εκτρέφονταν κυρίως
για τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τα αυγά. Η κατανάλωση κρέατος, ακόμη και του
παστού, ήταν μια σπάνια πολυτέλεια για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού.
Αντίθετα, στα τραπέζια των πλουσίων έβρισκαν συχνότερα τη θέση τους αρνιά,
κατσίκια, κότες, πουλερικά, χοιρινά, καθώς και κυνήγια. Από τα εντόσθια
κατασκεύαζαν φαγητά που θυμίζουν το σημερινό κοκορέτσι (πλεκτήν) και τη
γαρδούμπα (γαρδούμιον).
Βασικό
συμπλήρωμα της διατροφής ήταν τα φρούτα (μήλα, αχλάδια, σύκα, κεράσια,
σταφύλια, πεπόνια κ.ά.), καθώς και οι ξηροί καρποί (καρύδια, αμύγδαλα,
φουντούκια). Τέλος, ως επιδόρπια είχαν διάφορα γλυκίσματα. Κύριο γλυκαντικό
μέσο ήταν το μέλι. Γνωστά γλυκίσματα της εποχής είναι ο σησαμούς
(παστέλι), η μουστόπιτα (μουσταλευριά), το κυδωνάτον
(κυδωνόπαστο), διάφορα γλυκά κουταλιού, καθώς και είδος τηγανίτας (το λάγανον
ή λαλλάγγι). Ένα γλύκισμα με φύλλα ζύμης, αμύγδαλα, καρύδια και μέλι
μοιάζει να είναι ο πρόγονος του μπακλαβά.
Κύρια
μέσα παρασκευής των φαγητών ήταν το ελαιόλαδο και τα ζωικά λίπη.
Χρησιμοποιούσαν δε όλους τους γνωστούς σήμερα τρόπους μαγειρικής (ψήσιμο,
βράσιμο, τηγάνισμα κ.λπ.). Για να προσδώσουν γεύση στο φαγητό πρόσθεταν διάφορα
αρτύματα, όπως σάλτσες, αρωματικά φυτά (άνηθο, μαραθο, δενδρολίβανο,
ρίγανη) ακόμη και μπαχαρικά.
Η πιο
διαδεδομένη σάλτσα που χρησιμοποιούσαν στη βυζαντινή κουζίνα ήταν το γάρον
ή ο γάρος. Γνωστό από την αρχαιότητα, το γάρον φτιαχνόταν από
εντόσθια ψαριών και μικρά ψάρια, τα οποία αφού αλάτιζαν και πιθανώς ανακάτευαν
με κρασί, τα άφηναν στον ήλιο για δύο έως τρεις μήνες ή τα έβραζαν για αρκετές
ώρες. Το υγρό αυτό χρησιμοποιούσαν σε διάφορες παραλλαγές (ανακατεμένο με νερό,
κρασί, λάδι ή ξύδι) για να αρτύσουν όλων των ειδών τα φαγητά, λαχανικά, κρέατα,
ψάρια. Τα μπαχαρικά (πιπέρι, κανέλα, γαρίφαλο, κάρδαμο) εισάγονταν από την
Ανατολή και φυσικά η τιμή τους ήταν απαγορευτική για το συνηθισμένο βυζαντινό
τραπέζι.
Αν και πολλά από τα βυζαντινά
φαγητά μοιάζουν να είναι πολύ κοντά στις νεοελληνικές γευστικές συνήθειες, όπως
τα σκορδάτα και τα κρασάτα κρέατα, ορισμένοι συνδυασμοί γεύσεων της βυζαντινής
μαγειρικής σήμερα θα φαίνονταν τουλάχιστον περίεργοι. Είναι γνωστή η συνταγή
του κατσικιού που γεμιστό με σκόρδα, πράσα και κρεμμύδια και περιχυμένο με
γάρον, έστειλε ως εκλεκτό δώρο ο Νικηφόρος Φωκάς στον Λιουτπράνδο της Κρεμόνας
και το οποίο δεν εκτίμησε καθόλου ο πικρόχολος αυτός άνθρωπος από την
«καθυστερημένη» Δύση.
Σχόλια